Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κοντὸν ἐς

См. также в других словарях:

  • κοντόν — κοντός pole masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CONTOPAECTES — Graece Κοντοπαίκτης, apud Balsamonem in Can. 51. Propter horum autem Canonum poenas videntur excogitatt ludi Imperiales, Contopaectes scilicet, Hastiludium est seu Troiae ludus Macris Fratribus, in Hierolex. de quo passim in vocibus Hastiludium,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SALTUS — I. SALTUS Gymnicae olim exercitationis species, Graece Α῞λμα, cursui non parum similis erat; nempe qui, sicut cursus continuatus est saltus, ita ipse intercisus sit cursus: a Saltatione de qua supra, merito discriminandus; huius enim opus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TROPAEUM — sive monumentum victori erectum eo in loco, ubi hostes in fugam convertit: hinc ὐπὸ τῆς τροπῆς, quid hostes in fugam versi, dictum. Apud Graecos hic mos diu servatus est, ut qui Imperator hostem fugâsset, tropaeô donaretur: Triumphô autem vel… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επωθώ — ἐπωθῶ, έω (Α) [ωθώ] 1. σπρώχνω προς τα εμπρός ή προς τα επάνω 2. καρφώνω με δύναμη («παχὺν ἐπωθούντων τῷ σιδήρῳ τὸν κοντὸν εἰς τοὺς ἱππεῑς», Πλούτ.) 3. παθ. ἐπωθοῡμαι, έομαι (για αποστήματα) σχηματίζω κεφαλή …   Dictionary of Greek

  • κοντός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 178 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς. * * * (I) ή, ό (ΑM κοντός και κονδός, ή, όν) αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, ο… …   Dictionary of Greek

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

  • περιμήκης — ίμηκες, και δωρ. τ. περιμάκης, Α 1. πολύ μακρύς (α. «περιμήκεα κοντόν», Ομ. Οδ. β. «περιμήκεϊ ῥάβδῳ», Ομ. Οδ.) 2. πολύ ψηλός («περίμηκες ὄρος», Ομ. Οδ.) 3. πολύ μεγάλος, υπέρογκος («οἴκημα περίμηκες», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μήκης (<… …   Dictionary of Greek

  • Γασκονία — (Gascogne). Γεωγραφική περιοχή στο νοτιοδυτικό άκρο της Γαλλίας, ανάμεσα στα Πυρηναία του Ατλαντικού και στον ποταμό Γαρούνα, ο οποίος την ορίζει από τα Α και τα Β. Στο έδαφος της Γ. απλώνονται οι νομοί Λαντ, Ζερ και Άνω Πυρηναία, καθώς και τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»